- ἄπλυτος
- ἄπλυτοςunwashenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άπλυτος — η, ο (AM ἄπλυτος, ον) αυτός που δεν έχει πλυθεί, ακάθαρτος νεοελλ. φρ. «του έβγαλε τ άπλυτα στη φόρα» έβγαλε στο φως τις επιλήψιμες πράξεις του … Dictionary of Greek
άπλυτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πλένεται, άλουστος: Ήταν, φαίνεται, μέρες άπλυτος και βρομούσε. 2. λερωμένος, ακάθαρτος: Πήγε τα άπλυτα ρούχα στο πλυντήριο· φρ. «βγάζω τα άπλυτα στη φόρα», φανερώνω άγνωστες κακοήθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄπλυτον — ἄπλυτος unwashen masc/fem acc sg ἄπλυτος unwashen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλύτοις — ἄπλυτος unwashen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλύτου — ἄπλυτος unwashen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλύτους — ἄπλυτος unwashen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλύτων — ἄπλυτος unwashen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλύτῳ — ἄπλυτος unwashen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλυτα — ἄπλυτος unwashen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλυτοι — ἄπλυτος unwashen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)